ελατόπισσα

ελατόπισσα
η смола

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ελατόπισσα" в других словарях:

  • ελατόπισσα — ελατόπισσα, η και αλατόπισσα, η η ρητίνη του έλατου, που τη χρησιμοποιεί ο λαός ως φάρμακο για τις βρογχικές παθήσεις και για αλοιφές στους δοθιήνες (καλόγερους) και στα αποστήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελατόπισσα — η ρετσίνι τού έλατου που χρησιμοποιείται ως φάρμακο στις βρογχικές παθήσεις …   Dictionary of Greek

  • έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»